Το έργο HERB (Holistic Energy-efficient Retrofitting of residential Buildings-Ολιστική ενεργειακά αποδοτική ανακαίνιση κατοικιών), στο οποίο συμμετέχει το Πανεπιστήμιο Αθηνών, είναι ένα μεγάλης κλίμακας διεθνές πρόγραμμα συνεργασίας μεταξύ ευρωπαϊκών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και βιομηχανίας.
Συγχρηματοδοτείται από το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με στόχο την ανάπτυξη νέων καινοτόμων και αποδοτικών τεχνολογιών και λύσεων για την ανακαίνιση των παλαιών κτιρίων. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα κτίρια καταναλώνουν περίπου το 40% των συνολικών ενεργειακών απαιτήσεων στην Ευρώπη.
«Οι πολίτες χαμηλού εισοδήματος στην Ελλάδα αδυνατούν πλέον να καλύψουν τις στοιχειώδεις ενεργειακές ανάγκες τους. Στις περισσότερες κατοικίες δεν υπάρχει θέρμανση τα τελευταία τρία χρόνια και, όπως αποδεικνύουν οι περισσότερες μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί, οι πολίτες ζουν σε τελείως ακατάλληλες εσωτερικές συνθήκες. Αυτό έχει δραματικές συνέπειες στην ποιότητα ζωής, αλλά και στην υγεία τους. Το ερώτημα λοιπόν είναι, αν είναι δυνατόν τεχνικά, οικονομικά, αλλά και πολιτικά, να υπάρξουν λύσεις οι οποίες θα προσφέρουν άνεση στους πολίτες και τις στοιχειώδεις ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης», τονίζει ο καθηγητής στο τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μάνθος Σανταμούρης.
Το Πανεπιστήμιο Αθηνών μαζί με την ευρωπαϊκή κοινότητα ανέλαβε να πραγματοποιήσει ένα επιδεικτικό έργο, με στόχο να αποδείξει ότι είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτό να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των πολιτών, μέσω της ενεργειακής αναβάθμισης των κατοικιών τους, χρησιμοποιώντας υλικά και συστήματα ιδιαίτερα χαμηλού κόστους.
Το συνολικό κόστος της ανακαίνισης και για τα 14 διαμερίσματα υπολογίζεται στις 100.000 ευρώ και θα καλυφθεί πλήρως από το πρόγραμμα και από ελληνικές βιομηχανίες κατασκευής υλικών.
Επιπλέον, οι ένοικοι του κτιρίου, όπως αναφέρει ο κ. Σανταμούρης, θα έχουν κάθε χρόνο έσοδα 2.500-3.000 ευρώ από τη ΔΕΗ με τη λειτουργία των φωτοβολταϊκών συστημάτων. «Με τα χρήματα αυτά θα καλύπτεται το κοινόχρηστο ρεύμα και το ρεύμα που θα χρησιμοποιείται από την αντλία θερμότητας για θέρμανση και ψύξη», επισημαίνει ο καθηγητής.
Ακόμη όμως και χωρίς χρηματοδότηση μίας τέτοιας κλίμακας ενεργειακή αναβάθμιση αποδεικνύεται οικονομικά συμφέρουσα. Σύμφωνα με τον κ. Σανταμούρη, η απόσβεση της επένδυσης για όσους θέλουν να ανακαινίσουν ενεργειακά ένα κτίριο μπορεί να γίνει σε τρία ως πέντε χρόνια.
Συγχρηματοδοτείται από το έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με στόχο την ανάπτυξη νέων καινοτόμων και αποδοτικών τεχνολογιών και λύσεων για την ανακαίνιση των παλαιών κτιρίων. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα κτίρια καταναλώνουν περίπου το 40% των συνολικών ενεργειακών απαιτήσεων στην Ευρώπη.
«Οι πολίτες χαμηλού εισοδήματος στην Ελλάδα αδυνατούν πλέον να καλύψουν τις στοιχειώδεις ενεργειακές ανάγκες τους. Στις περισσότερες κατοικίες δεν υπάρχει θέρμανση τα τελευταία τρία χρόνια και, όπως αποδεικνύουν οι περισσότερες μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί, οι πολίτες ζουν σε τελείως ακατάλληλες εσωτερικές συνθήκες. Αυτό έχει δραματικές συνέπειες στην ποιότητα ζωής, αλλά και στην υγεία τους. Το ερώτημα λοιπόν είναι, αν είναι δυνατόν τεχνικά, οικονομικά, αλλά και πολιτικά, να υπάρξουν λύσεις οι οποίες θα προσφέρουν άνεση στους πολίτες και τις στοιχειώδεις ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης», τονίζει ο καθηγητής στο τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μάνθος Σανταμούρης.
Το Πανεπιστήμιο Αθηνών μαζί με την ευρωπαϊκή κοινότητα ανέλαβε να πραγματοποιήσει ένα επιδεικτικό έργο, με στόχο να αποδείξει ότι είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτό να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των πολιτών, μέσω της ενεργειακής αναβάθμισης των κατοικιών τους, χρησιμοποιώντας υλικά και συστήματα ιδιαίτερα χαμηλού κόστους.
Το συνολικό κόστος της ανακαίνισης και για τα 14 διαμερίσματα υπολογίζεται στις 100.000 ευρώ και θα καλυφθεί πλήρως από το πρόγραμμα και από ελληνικές βιομηχανίες κατασκευής υλικών.
Επιπλέον, οι ένοικοι του κτιρίου, όπως αναφέρει ο κ. Σανταμούρης, θα έχουν κάθε χρόνο έσοδα 2.500-3.000 ευρώ από τη ΔΕΗ με τη λειτουργία των φωτοβολταϊκών συστημάτων. «Με τα χρήματα αυτά θα καλύπτεται το κοινόχρηστο ρεύμα και το ρεύμα που θα χρησιμοποιείται από την αντλία θερμότητας για θέρμανση και ψύξη», επισημαίνει ο καθηγητής.
Ακόμη όμως και χωρίς χρηματοδότηση μίας τέτοιας κλίμακας ενεργειακή αναβάθμιση αποδεικνύεται οικονομικά συμφέρουσα. Σύμφωνα με τον κ. Σανταμούρη, η απόσβεση της επένδυσης για όσους θέλουν να ανακαινίσουν ενεργειακά ένα κτίριο μπορεί να γίνει σε τρία ως πέντε χρόνια.